- βαράκι
- το1. λεπτό φύλλο χρυσού (για τη διακόσμηση βιβλίων, επίπλων κ.λπ.)2. χρυσόκολλα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < τουρκ. varak < αρχ. βάραξ (-κος) «είδος γλυκίσματος» (Ησύχ.)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιχρύσωμα — το, ατος 1. λεπτό στρώμα χρυσού, που καλύπτει την επιφάνεια των επίχρυσων (βλ. λ.) αντικειμένων, βαράκι. 2. η επιχρύσωση (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)